εντοιχισμός

εντοιχισμός
ο
βλ. εντοίχιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντοιχισμός — ο η εντοίχιση …   Dictionary of Greek

  • εντειχισμός — ο ο εντοιχισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντοίχιση — εντοίχιση, η και εντοιχισμός, ο 1. η στερέωση πράγματος στην εξωτερική επιφάνεια του τοίχου. 2. ο εγκλεισμός πράγματος σε τοίχο. 3. ο εγκλεισμός πράγματος σε χώρο του οποίου φράχτηκαν οι έξοδοι με τοίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”